- αἰτηματικός
- αἰτηματικός, fordernd
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
αιτηματικός — ή, ό (Α αἰτηματικός, ή, όν) [αἴτημα] 1. αυτός που υποβάλλει αίτημα 2. ο απαιτητικός … Dictionary of Greek
αἰτηματικά — αἰτηματικός disposed to ask neut nom/voc/acc pl αἰτηματικά̱ , αἰτηματικός disposed to ask fem nom/voc/acc dual αἰτηματικά̱ , αἰτηματικός disposed to ask fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰτηματικούς — αἰτηματικός disposed to ask masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αίτημα — Ό,τι ζητά κανείς, η απαίτηση. (Μαθημ., Φυσ.) Θεμελιώδης πρόταση που μπορεί με τη βοήθεια υποθέσεων και ορισμών να χρησιμεύσει ως βάση για την οικοδόμηση μιας θεωρίας ή για την εξήγηση μιας σειράς πράξεων ή φαινομένων. Το α., σε αντίθεση με το… … Dictionary of Greek